- λεπτός
- λεπτός1 fine, delicate ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον, λεπτοῦ διανισόμενον χαλκοῦ θαμὰ καὶ δονάκων i. e. through the bronze mouthpiece P. 12.25 ἐπὶ λεπτῷ δενδρέῳ fr. 230.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
λεπτός — peeled masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… … Dictionary of Greek
λεπτός — ή, ό 1. ψιλός: Η ζακέτα σου είναι λεπτή και θα κρυώσεις. 2. αυτός που δεν είναι παχύς, ο αδύνατος: Είναι ψηλή και λεπτή. 3. εύθραυστος: Η ισορροπία ήταν λεπτή. 4. μτφ., ευγενικός, έξυπνος: Έχει λεπτή αίσθηση του χιούμορ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεπτότερον — λεπτός peeled adverbial comp λεπτός peeled masc acc comp sg λεπτός peeled neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτοτάτων — λεπτός peeled fem gen superl pl λεπτός peeled masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτοτέραις — λεπτός peeled fem dat comp pl λεπτοτέρᾱͅς , λεπτός peeled fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτοτέρων — λεπτός peeled fem gen comp pl λεπτός peeled masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτοτέρως — λεπτός peeled adverbial comp λεπτός peeled masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτότατα — λεπτός peeled adverbial superl λεπτός peeled neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτότατον — λεπτός peeled masc acc superl sg λεπτός peeled neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίνα, οπτική — Λεπτός εύκαμπτος σωλήνας από διαφανές υλικό (π.χ. άμορφο χαλαζία), με τον οποίο είναι δυνατόν να μεταδώσουμε, με πολύ μικρή απόσβεση και σε συνήθως περίπλοκες διαδρομές, πληροφορίες σε αποστάσεις πολλών χιλιομέτρων. Η ο.ί. έχει την εξής δομή:… … Dictionary of Greek